Translation meaning & definition of the word "broth" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βρωμιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Broth
[Ζωμό]/brɔθ/
noun
1. Liquid in which meat and vegetables are simmered
- Used as a basis for e.g. soups or sauces
- "She made gravy with a base of beef stock"
- synonym:
- broth ,
- stock
1. Υγρό στο οποίο σιγοβράζονται το κρέας και τα λαχανικά
- Χρησιμοποιείται ως βάση για σούπες ή σάλτσες
- "Έφτιαξε σάλτσα με βάση ζωμό βοδινού κρέατος"
- συνώνυμο:
- ζωμός ,
- απόθεμα
2. A thin soup of meat or fish or vegetable stock
- synonym:
- broth
2. Μια λεπτή σούπα κρέατος ή ψαριού ή λαχανικών
- συνώνυμο:
- ζωμός
Examples of using
While broth boils, friendship blooms.
Ενώ ο ζωμός βράζει, η φιλία ανθίζει.
Too many cooks spoil the broth.
Πάρα πολλοί μάγειρες χαλάνε το ζωμό.