Translation meaning & definition of the word "brooding" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κωδικοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Brooding
[Καταβροχθίζω]/brudɪŋ/
noun
1. Sitting on eggs so as to hatch them by the warmth of the body
- synonym:
- brooding ,
- incubation
1. Κάθεται στα αυγά για να τα εκκολαφθεί από τη ζεστασιά του σώματος
- συνώνυμο:
- ανατροπή ,
- επώαση
2. Persistent morbid meditation on a problem
- synonym:
- pensiveness ,
- brooding
2. Επίμονος νοσηρός διαλογισμός σε ένα πρόβλημα
- συνώνυμο:
- πενιχρότητα ,
- ανατροπή
adjective
1. Deeply or seriously thoughtful
- "Byron lives on not only in his poetry, but also in his creation of the 'byronic hero' - the persona of a brooding melancholy young man"
- synonym:
- brooding ,
- broody ,
- contemplative ,
- meditative ,
- musing ,
- pensive ,
- pondering ,
- reflective ,
- ruminative
1. Βαθιά ή σοβαρά στοχαστικό
- "Ο μπάιρον ζει όχι μόνο στην ποίησή του, αλλά και στη δημιουργία του 'βυρονικού ήρωα' - το πρόσωπο ενός μελαγχολικού νεαρού"
- συνώνυμο:
- ανατροπή ,
- παραμορφώνω ,
- στοχαστικόσ ,
- διαλογιστικόσ ,
- παραποίηση ,
- σκληρός ,
- αναλογιζόμενοσ ,
- αντανακλαστικός ,
- μηρυκαστικόσ