Translation meaning & definition of the word "brooch" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "καρφίτσα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Brooch
[Καρφίτσα]/bruʧ/
noun
1. A decorative pin worn by women
- synonym:
- brooch ,
- broach ,
- breastpin
1. Μια διακοσμητική καρφίτσα που φοριέται από τις γυναίκες
- συνώνυμο:
- καρφίτσα ,
- μπρουτς ,
- παραμορφώνω
verb
1. Fasten with or as if with a brooch
- synonym:
- brooch ,
- clasp
1. Στερεώστε με ή σαν με μια καρφίτσα
- συνώνυμο:
- καρφίτσα ,
- αγκράφα
Examples of using
The jeweler mounted a big pearl in the brooch.
Ο κοσμηματοπώλης τοποθέτησε ένα μεγάλο μαργαριτάρι στην καρφίτσα.
She is wearing a brooch.
Φοράει καρφίτσα.