Translation meaning & definition of the word "bronzed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μεταφρασμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bronzed
[Βαρελοποιημένο]/brɑnzd/
adjective
1. (of skin) having a tan color from exposure to the sun
- "A young bronzed apollo"
- synonym:
- bronzed ,
- suntanned ,
- tanned
1. (του δέρματος) με μαύρισμα χρώμα από την έκθεση στον ήλιο
- "Ένας νεαρός μπρούντζος απόλλωνας"
- συνώνυμο:
- επιχρυσωμένο ,
- ηλιοτρόπιο ,
- μαυρισμένο