Translation meaning & definition of the word "broker" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "εμπόρευμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Broker
[Μεσίτης]/broʊkər/
noun
1. A businessman who buys or sells for another in exchange for a commission
- synonym:
- agent ,
- factor ,
- broker
1. Ένας επιχειρηματίας που αγοράζει ή πουλάει για έναν άλλο σε αντάλλαγμα για μια προμήθεια
- συνώνυμο:
- πράκτορας ,
- παράγοντας ,
- μεσίτης
verb
1. Act as a broker
- synonym:
- broker
1. Ενεργήστε ως μεσίτης
- συνώνυμο:
- μεσίτης