Translation meaning & definition of the word "broiling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "συσσώρευση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Broiling
[Αποφλοίωση]/brɔɪlɪŋ/
noun
1. Cooking by direct exposure to radiant heat (as over a fire or under a grill)
- synonym:
- broil ,
- broiling ,
- grilling
1. Μαγείρεμα με άμεση έκθεση σε ακτινοβόλο θερμότητα (ας πάνω από φωτιά ή κάτω από ένα γκριλ)
- συνώνυμο:
- παραγεμίζω ,
- σχάρα