Translation meaning & definition of the word "broaden" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξωστρέφουν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Broaden
[Διευρύνω]/brɔdən/
verb
1. Make broader
- "Broaden the road"
- synonym:
- broaden
1. Κάνω ευρύτερα
- "Εξωθήστε το δρόμο"
- συνώνυμο:
- διευρύνω
2. Extend in scope or range or area
- "The law was extended to all citizens"
- "Widen the range of applications"
- "Broaden your horizon"
- "Extend your backyard"
- synonym:
- widen ,
- broaden ,
- extend
2. Επέκταση στο πεδίο εφαρμογής ή την περιοχή ή την περιοχή
- "Ο νόμος επεκτάθηκε σε όλους τους πολίτες"
- "Διευρύνετε το φάσμα των εφαρμογών"
- "Ανοίξτε τον ορίζοντά σας"
- "Επεκτείνετε την αυλή σας"
- συνώνυμο:
- διευρύνω ,
- επεκτείνω
3. Vary in order to spread risk or to expand
- "The company diversified"
- synonym:
- diversify ,
- branch out ,
- broaden
3. Ποικίλλουν για να διαδώσουν τον κίνδυνο ή να επεκταθούν
- "Η εταιρεία διαφοροποιήθηκε"
- συνώνυμο:
- διαφοροποιώ ,
- παρακαλώ ,
- διευρύνω
4. Become broader
- "The road broadened"
- synonym:
- broaden
4. Γίνεται ευρύτερο
- "Ο δρόμος διευρύνθηκε"
- συνώνυμο:
- διευρύνω
Examples of using
Good films broaden our horizons.
Οι καλές ταινίες διευρύνουν τους ορίζοντές μας.
Good movies broaden your horizons.
Οι καλές ταινίες διευρύνουν τους ορίζοντές σας.