Translation meaning & definition of the word "broad" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπροστά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Broad
[Ευρύ]/brɔd/
noun
1. Slang term for a woman
- "A broad is a woman who can throw a mean punch"
- synonym:
- broad
1. Αργαλειός όρος για μια γυναίκα
- "Ένα ευρύ είναι μια γυναίκα που μπορεί να ρίξει μια μέση γροθιά"
- συνώνυμο:
- ευρύς
adjective
1. Having great (or a certain) extent from one side to the other
- "Wide roads"
- "A wide necktie"
- "Wide margins"
- "Three feet wide"
- "A river two miles broad"
- "Broad shoulders"
- "A broad river"
- synonym:
- wide ,
- broad
1. Έχοντας μεγάλη ( ή κάποια ) έκταση από τη μία πλευρά στην άλλη
- "Παντού δρόμοι"
- "Ένα φαρδύ λαιμό"
- "Περιθώρια"
- "Τρία πόδια πλάτος"
- "Ένα ποτάμι δύο μίλια πλάτος"
- "Μπροστινοί ώμοι"
- "Ένας πλατύς ποταμός"
- συνώνυμο:
- ευρύς
2. Broad in scope or content
- "Across-the-board pay increases"
- "An all-embracing definition"
- "Blanket sanctions against human-rights violators"
- "An invention with broad applications"
- "A panoptic study of soviet nationality"- t.g.winner
- "Granted him wide powers"
- synonym:
- across-the-board ,
- all-embracing ,
- all-encompassing ,
- all-inclusive ,
- blanket(a) ,
- broad ,
- encompassing ,
- extensive ,
- panoptic ,
- wide
2. Ευρύ πεδίο εφαρμογής ή περιεχόμενο
- "Αυξήσεις αμοιβών σε όλους τους δρόμους"
- "Ο ορισμός της επιλογής"
- "Κυρώσεις κουβεντιού κατά παραβατών ανθρωπίνων δικαιωμάτων"
- "Μια εφεύρεση με ευρείες εφαρμογές"
- "Μια πανοπτική μελέτη της σοβιετικής εθνικότητας"- τ.γ.νικητής
- "Του απέδωσαν ευρείες δυνάμεις"
- συνώνυμο:
- απέναντι από τον πίνακα ,
- παντελής ,
- πλήρης περιεκτικότητα ,
- περιλαμβάνει ,
- κουβέρτ(Α) ,
- ευρύς ,
- εκτεταμένοσ ,
- πανοπτική
3. Not detailed or specific
- "A broad rule"
- "The broad outlines of the plan"
- "Felt an unspecific dread"
- synonym:
- broad ,
- unspecific
3. Μη λεπτομερής ή συγκεκριμένος
- "Ευρύς κανόνας"
- "Τα γενικά περιγράμματα του σχεδίου"
- "Ένιωσα έναν απίστευτο φόβο"
- συνώνυμο:
- ευρύς ,
- ανεπιφύλακτοσ
4. Lacking subtlety
- Obvious
- "Gave us a broad hint that it was time to leave"
- synonym:
- broad ,
- unsubtle
4. Λείπει η λεπτότητα
- Προφανής
- "Μας έδωσε μια ευρεία υπόδειξη ότι ήταν καιρός να φύγουμε"
- συνώνυμο:
- ευρύς ,
- ανεπαίσθητοσ
5. Being at a peak or culminating point
- "Broad daylight"
- "Full summer"
- synonym:
- broad(a) ,
- full(a)
5. Να είσαι σε ένα σημείο αιχμής ή να κορυφώνεσαι
- "Μεγάλο φως της ημέρας"
- "Πλήρες καλοκαίρι"
- συνώνυμο:
- φρα() ,
- πληθ(Α)
6. Very large in expanse or scope
- "A broad lawn"
- "The wide plains"
- "A spacious view"
- "Spacious skies"
- synonym:
- broad ,
- spacious ,
- wide
6. Πολύ μεγάλο σε έκταση ή πεδίο εφαρμογής
- "Ένας ευρύς χορτοτάπητας"
- "Οι μεγάλες πεδιάδες"
- "Ευρύχωρη θέα"
- "Ευρύχωροι ουρανοί"
- συνώνυμο:
- ευρύς ,
- ευρύχωρος
7. (of speech) heavily and noticeably regional
- "A broad southern accent"
- synonym:
- broad
7. ( της ομιλίας ) βαριά και αισθητά περιφερειακή
- "Ευρεία νότια προφορά"
- συνώνυμο:
- ευρύς
8. Showing or characterized by broad-mindedness
- "A broad political stance"
- "Generous and broad sympathies"
- "A liberal newspaper"
- "Tolerant of his opponent's opinions"
- synonym:
- broad ,
- large-minded ,
- liberal ,
- tolerant
8. Εμφάνιση ή χαρακτηρίζεται από ευρεία πνευματικότητα
- "Ευρεία πολιτική στάση"
- "Γενναίες και ευρείες συμπάθειες"
- "Φιλελεύθερη εφημερίδα"
- "Ανεκτικός στις απόψεις του αντιπάλου"
- συνώνυμο:
- ευρύς ,
- μεγάλοσ πνεύματοσ ,
- φιλελεύθερος ,
- ανεκτικός
Examples of using
Tom has broad shoulders.
Ο Τομ έχει απέραντους ώμους.
An innocent passer-by was shot dead in broad daylight.
Ένας αθώος περαστικός σκοτώθηκε στο φως της ημέρας.
You have broad shoulders.
Έχετε ευρείς ώμους.