Translation meaning & definition of the word "broach" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παραλία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Broach
[Μπρους]/broʊʧ/
noun
1. A decorative pin worn by women
- synonym:
- brooch ,
- broach ,
- breastpin
1. Μια διακοσμητική καρφίτσα που φοριέται από τις γυναίκες
- συνώνυμο:
- καρφίτσα ,
- μπρουτς ,
- παραμορφώνω
verb
1. Bring up a topic for discussion
- synonym:
- broach ,
- initiate
1. Φέρτε ένα θέμα προς συζήτηση
- συνώνυμο:
- μπρουτς ,
- ξεκινώ