Translation meaning & definition of the word "brittle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "εύθραυστη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Brittle
[Βρετανός]/brɪtəl/
noun
1. Caramelized sugar cooled in thin sheets
- synonym:
- brittle ,
- toffee ,
- toffy
1. Καραμελωμένη ζάχαρη ψυγμένη σε λεπτά φύλλα
- συνώνυμο:
- εύθραυστοσ ,
- καραμέλα ,
- προσεκτικόσ
adjective
1. Having little elasticity
- Hence easily cracked or fractured or snapped
- "Brittle bones"
- "Glass is brittle"
- "`brickle' and `brickly' are dialectal"
- synonym:
- brittle ,
- brickle ,
- brickly
1. Έχοντας μικρή ελαστικότητα
- Ως εκ τούτου, εύκολα ραγισμένα ή σπασμένα ή σπασμένα
- "Εύθραυστα οστά"
- "Το γυαλί είναι εύθραυστο"
- "Το γέλιο και το `τούβλο' είναι διαλεκτικά"
- συνώνυμο:
- εύθραυστοσ ,
- τούβλο ,
- τούβλα
2. Lacking warmth and generosity of spirit
- "A brittle and calculating woman"
- synonym:
- brittle
2. Απουσία ζεστασιάς και γενναιοδωρίας του πνεύματος
- "Εύθραυστη και υπολογιστική γυναίκα"
- συνώνυμο:
- εύθραυστοσ
3. (of metal or glass) not annealed and consequently easily cracked or fractured
- synonym:
- brittle ,
- unannealed
3. (από μέταλλο ή γυαλί) δεν ανοπτείται και κατά συνέπεια εύκολα ραγισμένο ή σπασμένο
- συνώνυμο:
- εύθραυστοσ ,
- ανόπτητοσ
Examples of using
After being out in the wind and rain for years and years the walls of this apartment building are weather-beaten and brittle.
Μετά από να είναι έξω στον άνεμο και τη βροχή για χρόνια και χρόνια οι τοίχοι αυτής της πολυκατοικίας είναι καιρικές συνθήκες και εύθραυστοι.