Translation meaning & definition of the word "britten" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βρώμικο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Britten
[Βρετανός]/brɪtən/
noun
1. Major english composer of the 20th century
- Noted for his operas (1913-1976)
- synonym:
- Britten ,
- Benjamin Britten ,
- Edward Benjamin Britten ,
- Lord Britten of Aldeburgh
1. Μεγάλος άγγλος συνθέτης του 20ου αιώνα
- Σημειώνεται για τις όπερές του (1913-1976)
- συνώνυμο:
- Βρετανός ,
- Μπέντζαμιν Μπρίτεν ,
- Έντουαρντ Μπέντζαμιν Μπρίτεν ,
- Λόρδος Μπρίτεν του Άλντεμπουργκ