Translation meaning & definition of the word "brit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βαρύ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Brit
[Βρετανός]/brɪt/
noun
1. A native or inhabitant of great britain
- synonym:
- Britisher ,
- Briton ,
- Brit
1. Είναι κάτοικος ή κάτοικος της μεγάλης βρετανίας
- συνώνυμο:
- Βρετανόσ ,
- Βρετανός
2. The young of a herring or sprat or similar fish
- synonym:
- brit ,
- britt
2. Ο νεαρός από μια ρέγγα ή σπριντ ή παρόμοια ψάρια
- συνώνυμο:
- βρετανός
3. Minute crustaceans forming food for right whales
- synonym:
- brit ,
- britt
3. Λεπτά καρκινοειδή που σχηματίζουν τροφή για τις σωστές φάλαινες
- συνώνυμο:
- βρετανός