Translation meaning & definition of the word "briskly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κινδύνου" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Briskly
[Επικίνδυνα]/brɪskli/
adverb
1. In a brisk manner
- "She walked briskly in the cold air"
- "`after lunch,' she said briskly"
- synonym:
- briskly
1. Με τρομερό τρόπο
- "Περπάτησε γρήγορα στον κρύο αέρα"
- "Μετά το μεσημεριανό γεύμα, είπε βιαστικά"
- συνώνυμο:
- ζωηρόσ