Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "brisk" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κίνδυνος" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Brisk

[Συναρπάζω]
/brɪsk/

verb

1. Become brisk

  • "Business brisked up"
    synonym:
  • brisk
  • ,
  • brisk up
  • ,
  • brisken

1. Γίνομαι βρώμικος

  • "Η επιχείρηση είναι ανασηκωμένη"
    συνώνυμο:
  • βρυχικόσ
  • ,
  • ανακατώνω
  • ,
  • μπρίσκεν

adjective

1. Quick and energetic

  • "A brisk walk in the park"
  • "A lively gait"
  • "A merry chase"
  • "Traveling at a rattling rate"
  • "A snappy pace"
  • "A spanking breeze"
    synonym:
  • alert
  • ,
  • brisk
  • ,
  • lively
  • ,
  • merry
  • ,
  • rattling
  • ,
  • snappy
  • ,
  • spanking
  • ,
  • zippy

1. Γρήγορη και ενεργητική

  • "Ένα γρήγορο περπάτημα στο πάρκο"
  • "Ένα ζωντανό βάδισμα"
  • "Ένα χαρούμενο κυνηγητό"
  • "Ταξιδεύοντας με ρυθμό κουδουνίσματος"
  • "Ένας απειλητικός ρυθμός"
  • "Ένα χτυπητό αεράκι"
    συνώνυμο:
  • ειδοποίηση
  • ,
  • βρυχικόσ
  • ,
  • ζωηρός
  • ,
  • χαρούμενος
  • ,
  • κουδουνίζω
  • ,
  • αναπηδήσ
  • ,
  • πατώ
  • ,
  • τσιγγούνησ

2. Imparting vitality and energy

  • "The bracing mountain air"
    synonym:
  • bracing
  • ,
  • brisk
  • ,
  • fresh
  • ,
  • refreshing
  • ,
  • refreshful
  • ,
  • tonic

2. Μεταδίδοντας ζωτικότητα και ενέργεια

  • "Ο αέρας του βουνού"
    συνώνυμο:
  • προετοιμασία
  • ,
  • βρυχικόσ
  • ,
  • φρέσκο
  • ,
  • αναζωογονητικός
  • ,
  • ανανεωμένοσ
  • ,
  • τονωτικό

3. Very active

  • "Doing a brisk business"
    synonym:
  • brisk

3. Πολύ δραστήριος

  • "Κάνοντας μια βιαστική επιχείρηση"
    συνώνυμο:
  • βρυχικόσ

Examples of using

This morning I woke up brisk though I went to bed late yesterday.
Σήμερα το πρωί ξύπνησα βιαστικά αν και πήγα για ύπνο αργά χθες.