Translation meaning & definition of the word "brim" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "γλώσσα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Brim
[Μπρινγκ]/brɪm/
noun
1. The top edge of a vessel or other container
- synonym:
- brim ,
- rim ,
- lip
1. Το πάνω άκρο ενός σκάφους ή άλλου εμπορευματοκιβωτίου
- συνώνυμο:
- χείλοσ ,
- χείλος
2. A circular projection that sticks outward from the crown of a hat
- synonym:
- brim
2. Μια κυκλική προβολή που κολλά προς τα έξω από το στέμμα ενός καπέλου
- συνώνυμο:
- χείλοσ
verb
1. Be completely full
- "His eyes brimmed with tears"
- synonym:
- brim
1. Να είσαι απόλυτα γεμάτος
- "Τα μάτια του γεμίζουν με δάκρυα"
- συνώνυμο:
- χείλοσ
2. Fill as much as possible
- "Brim a cup to good fellowship"
- synonym:
- brim
2. Συμπληρώστε όσο το δυνατόν περισσότερο
- "Γεμίστε ένα φλιτζάνι σε καλή κοινωνία"
- συνώνυμο:
- χείλοσ
Examples of using
I filled the jug to the brim.
Γέμισα την κανάτα στο χείλος.