Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "brilliance" into Greek language

Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "λάμψη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Brilliance

[Λαμπρότητα]
/brɪljəns/

noun

1. A light within the field of vision that is brighter than the brightness to which the eyes are adapted

  • "A glare of sunlight"
    synonym:
  • glare
  • ,
  • blaze
  • ,
  • brilliance

1. Ένα φως μέσα στο πεδίο της όρασης που είναι φωτεινότερο από τη φωτεινότητα στην οποία προσαρμόζονται τα μάτια

  • "Μια λάμψη του ηλιακού φωτός"
    συνώνυμο:
  • λάμψη
  • ,
  • φλόγα
  • ,
  • λαμπρότητα

2. The quality of being magnificent or splendid or grand

  • "For magnificence and personal service there is the queen's hotel"
  • "His `hamlet' lacks the brilliance that one expects"
  • "It is the university that gives the scene its stately splendor"
  • "An imaginative mix of old-fashioned grandeur and colorful art"
  • "Advertisers capitalize on the grandness and elegance it brings to their products"
    synonym:
  • magnificence
  • ,
  • brilliance
  • ,
  • splendor
  • ,
  • splendour
  • ,
  • grandeur
  • ,
  • grandness

2. Η ποιότητα του να είσαι υπέροχος ή μεγάλος

  • "Για μεγαλοπρέπεια και προσωπική εξυπηρέτηση υπάρχει το ξενοδοχείο της βασίλισσας"
  • "Ο άμλετ δεν έχει τη λαμπρότητα που περιμένει κανείς"
  • "Είναι το πανεπιστήμιο που δίνει στη σκηνή το αρχοντικό της μεγαλείο"
  • "Ένας ευφάνταστος συνδυασμός παλιομοδίτικου μεγαλείου και πολύχρωμης τέχνης"
  • "Οι διαφημιστές αξιοποιούν τη μεγαλοπρέπεια και την κομψότητα που φέρνει στα προϊόντα τους"
    συνώνυμο:
  • μεγαλοπρέπεια
  • ,
  • λαμπρότητα
  • ,
  • μεγαλείο

3. Unusual mental ability

    synonym:
  • brilliance
  • ,
  • genius

3. Ασυνήθιστη νοητική ικανότητα

    συνώνυμο:
  • λαμπρότητα
  • ,
  • ιδιοφυΐα