Translation meaning & definition of the word "bright" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φωτεινό" στην ελληνική γλώσσα
Bright
[Φωτεινός]adjective
1. Emitting or reflecting light readily or in large amounts
- "The sun was bright and hot"
- "A bright sunlit room"
- synonym:
- bright
1. Εκπέμποντας ή αντανακλώντας το φως εύκολα ή σε μεγάλες ποσότητες
- "Ο ήλιος ήταν φωτεινός και ζεστός"
- "Ένα φωτεινό ηλιόλουστο δωμάτιο"
- συνώνυμο:
- φωτεινός
2. Having striking color
- "Bright dress"
- "Brilliant tapestries"
- "A bird with vivid plumage"
- synonym:
- bright ,
- brilliant ,
- vivid
2. Έχοντας εντυπωσιακό χρώμα
- "Φωτεινό φόρεμα"
- "Εξαιρετικές ταπετσαρίες"
- "Ένα πουλί με ζωηρό φτέρωμα"
- συνώνυμο:
- φωτεινός ,
- λαμπρός ,
- ζωηρός
3. Characterized by quickness and ease in learning
- "Some children are brighter in one subject than another"
- "Smart children talk earlier than the average"
- synonym:
- bright ,
- smart
3. Χαρακτηρίζεται από ταχύτητα και ευκολία στη μάθηση
- "Μερικά παιδιά είναι πιο φωτεινά στο ένα θέμα από το άλλο"
- "Τα έξυπνα παιδιά μιλούν νωρίτερα από το μέσο όρο"
- συνώνυμο:
- φωτεινός ,
- έξυπνος
4. Having lots of light either natural or artificial
- "The room was bright and airy"
- "A stage bright with spotlights"
- synonym:
- bright
4. Που έχει πολύ φως είτε φυσικό είτε τεχνητό
- "Το δωμάτιο ήταν φωτεινό και ευάερο"
- "Ένα στάδιο φωτεινό με προβολείς"
- συνώνυμο:
- φωτεινός
5. Made smooth and bright by or as if by rubbing
- Reflecting a sheen or glow
- "Bright silver candlesticks"
- "A burnished brass knocker"
- "She brushed her hair until it fell in lustrous auburn waves"
- "Rows of shining glasses"
- "Shiny black patents"
- synonym:
- bright ,
- burnished ,
- lustrous ,
- shining ,
- shiny
5. Γίνεται ομαλός και φωτεινός από ή σαν το τρίψιμο
- Αντανακλώντας μια λάμψη ή μια λάμψη
- "Φωτεινά ασημένια κηροπήγια"
- "Ένας καμένος ορείχαλκος ρόπαλος"
- "Βούρτσισε τα μαλλιά της μέχρι που έπεσε σε λαμπερά κύματα σαμπουάν"
- "Λαμπερά γυαλιά"
- "Μικροσκοπικά μαύρα διπλώματα ευρεσιτεχνίας"
- συνώνυμο:
- φωτεινός ,
- καμένοσ ,
- λαμπερός
6. Splendid
- "The bright stars of stage and screen"
- "A bright moment in history"
- "The bright pageantry of court"
- synonym:
- bright
6. Υπέροχος
- "Τα φωτεινά αστέρια της σκηνής και της οθόνης"
- "Μια φωτεινή στιγμή στην ιστορία"
- "Η φωτεινή παραστατική του δικαστηρίου"
- συνώνυμο:
- φωτεινός
7. Not made dim or less bright
- "Undimmed headlights"
- "Surprisingly the curtain started to rise while the houselights were still undimmed"
- synonym:
- undimmed ,
- bright
7. Δεν γίνεται αμυδρό ή λιγότερο φωτεινό
- "Αναβαθμισμένοι προβολείς"
- "Παραδόξως η κουρτίνα άρχισε να αυξάνεται, ενώ οι φωτεινοί συνεχίζουν να είναι αδιαμφισβήτητοι"
- συνώνυμο:
- απεριόριστοσ ,
- φωτεινός
8. Clear and sharp and ringing
- "The bright sound of the trumpet section"
- "The brilliant sound of the trumpets"
- synonym:
- bright ,
- brilliant
8. Καθαρό και αιχμηρό και κουδούνισμα
- "Ο φωτεινός ήχος της τρομπέτας"
- "Ο λαμπρός ήχος των τρομπετών"
- συνώνυμο:
- φωτεινός ,
- λαμπρός
9. Characterized by happiness or gladness
- "Bright faces"
- "All the world seems bright and gay"
- synonym:
- bright
9. Χαρακτηρίζεται από ευτυχία ή χαρά
- "Φωτεινά πρόσωπα"
- "Όλος ο κόσμος φαίνεται φωτεινός και γκέι"
- συνώνυμο:
- φωτεινός
10. Full or promise
- "Had a bright future in publishing"
- "The scandal threatened an abrupt end to a promising political career"
- "A hopeful new singer on broadway"
- synonym:
- bright ,
- hopeful ,
- promising
10. Πλήρης ή υπόσχεση
- "Έχει ένα λαμπρό μέλλον στις εκδόσεις"
- "Το σκάνδαλο απείλησε ένα απότομο τέλος σε μια πολλά υποσχόμενη πολιτική σταδιοδρομία"
- "Ένας ελπιδοφόρος νέος τραγουδιστής στο μπρόντγουεϊ"
- συνώνυμο:
- φωτεινός ,
- ελπιδοφόροσ ,
- πολλά
adverb
1. With brightness
- "The stars shone brilliantly"
- "The windows glowed jewel bright"
- synonym:
- brilliantly ,
- brightly ,
- bright
1. Με φωτεινότητα
- "Τα αστέρια έλαμπαν λαμπρά"
- "Τα παράθυρα λάμπουν κόσμημα φωτεινό"
- συνώνυμο:
- λαμπρά ,
- φωτεινός