Translation meaning & definition of the word "brief" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σύντομη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Brief
[Σύντομη]/brif/
noun
1. A document stating the facts and points of law of a client's case
- synonym:
- brief ,
- legal brief
1. Ένα έγγραφο που αναφέρει τα γεγονότα και τα σημεία δικαίου της υπόθεσης ενός πελάτη
- συνώνυμο:
- σύντομος ,
- νομικό σύντομο
2. A condensed written summary or abstract
- synonym:
- brief
2. Μια συμπυκνωμένη γραπτή περίληψη ή περίληψη
- συνώνυμο:
- σύντομος
verb
1. Give essential information to someone
- "The reporters were briefed about the president's plan to invade"
- synonym:
- brief
1. Δώστε βασικές πληροφορίες σε κάποιον
- "Οι δημοσιογράφοι ενημερώθηκαν για το σχέδιο του προέδρου να εισβάλει"
- συνώνυμο:
- σύντομος
adjective
1. Of short duration or distance
- "A brief stay in the country"
- synonym:
- brief
1. Μικρής διάρκειας ή απόστασης
- "Μια σύντομη διαμονή στη χώρα"
- συνώνυμο:
- σύντομος
2. Concise and succinct
- "Covered the matter in a brief statement"
- synonym:
- brief
2. Συνοπτικός και συνοπτικός
- "Κάλυψε το θέμα σε σύντομη δήλωση"
- συνώνυμο:
- σύντομος
3. (of clothing) very short
- "An abbreviated swimsuit"
- "A brief bikini"
- synonym:
- abbreviated ,
- brief
3. ( των ρούχων) πολύ σύντομη
- "Συντομευμένο μαγιό"
- "Ένα σύντομο μπικίνι"
- συνώνυμο:
- συντομευμένη ,
- σύντομος
Examples of using
There was a brief pause and then the music began.
Έγινε μια σύντομη παύση και μετά άρχισε η μουσική.
Here's a brief outline of my speech.
Εδώ είναι ένα σύντομο περίγραμμα της ομιλίας μου.
I'll be brief.
Θα είμαι σύντομος.