Translation meaning & definition of the word "bridle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "γεφύρωμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bridle
[Διάφραγμα]/braɪdəl/
noun
1. Headgear for a horse
- Includes a headstall and bit and reins to give the rider or driver control
- synonym:
- bridle
1. Κεφαλάρι για ένα άλογο
- Περιλαμβάνει ένα κεφάλι και ένα κομμάτι και τα ηνία για να δώσει τον αναβάτη ή τον έλεγχο του οδηγού
- συνώνυμο:
- χαλιναγωγώ
2. The act of restraining power or action or limiting excess
- "His common sense is a bridle to his quick temper"
- synonym:
- bridle ,
- check ,
- curb
2. Η πράξη της περιορισμού της εξουσίας ή της δράσης ή του περιορισμού της υπερβολής
- "Η κοινή λογική του είναι ένα χαλινάρι για τη γρήγορη ψυχραιμία του"
- συνώνυμο:
- χαλιναγωγώ ,
- ελέγχω ,
- πεζοδρόμιο
verb
1. Anger or take offense
- "She bridled at his suggestion to elope"
- synonym:
- bridle
1. Θυμός ή προσβολή
- "Γεφύρωσε με την πρότασή του να ελωπεί"
- συνώνυμο:
- χαλιναγωγώ
2. Put a bridle on
- "Bridle horses"
- synonym:
- bridle
2. Βάζω ένα χαλί
- "Γενναία άλογα"
- συνώνυμο:
- χαλιναγωγώ
3. Respond to the reins, as of horses
- synonym:
- bridle
3. Απαντήστε στα ηνία, όπως τα άλογα
- συνώνυμο:
- χαλιναγωγώ
Examples of using
He kept his tongue under a bridle.
Κράτησε τη γλώσσα του κάτω από ένα χαλινάρι.