Translation meaning & definition of the word "bridge" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γέφυρα" στην ελληνική γλώσσα
Bridge
[Γέφυρα]noun
1. A structure that allows people or vehicles to cross an obstacle such as a river or canal or railway etc.
- synonym:
- bridge ,
- span
1. Μια δομή που επιτρέπει στους ανθρώπους ή τα οχήματα να διασχίσουν ένα εμπόδιο όπως ένα ποτάμι ή ένα κανάλι ή σιδηρόδρομος κ.λπ.
- συνώνυμο:
- γέφυρα ,
- έκταση
2. A circuit consisting of two branches (4 arms arranged in a diamond configuration) across which a meter is connected
- synonym:
- bridge ,
- bridge circuit
2. Ένα κύκλωμα που αποτελείται από δύο κλάδους (4 βραχίονες διατεταγμένα σε μια διαμαντένια διαμόρφωση) κατά μήκος της οποίας συνδέεται ένα μέτρο
- συνώνυμο:
- γέφυρα ,
- κύκλωμα γεφυρών
3. Something resembling a bridge in form or function
- "His letters provided a bridge across the centuries"
- synonym:
- bridge
3. Κάτι που μοιάζει με γέφυρα σε μορφή ή λειτουργία
- "Τα γράμματά του παρείχαν μια γέφυρα στο πέρασμα των αιώνων"
- συνώνυμο:
- γέφυρα
4. The hard ridge that forms the upper part of the nose
- "Her glasses left marks on the bridge of her nose"
- synonym:
- bridge
4. Η σκληρή κορυφογραμμή που σχηματίζει το πάνω μέρος της μύτης
- "Τα γυαλιά της άφησαν σημάδια στη γέφυρα της μύτης της"
- συνώνυμο:
- γέφυρα
5. Any of various card games based on whist for four players
- synonym:
- bridge
5. Οποιοδήποτε από τα διάφορα παιχνίδια καρτών που βασίζονται στο σφύριγμα για τέσσερις παίκτες
- συνώνυμο:
- γέφυρα
6. A wooden support that holds the strings up
- synonym:
- bridge
6. Μια ξύλινη στήριξη που κρατά τις χορδές επάνω
- συνώνυμο:
- γέφυρα
7. A denture anchored to teeth on either side of missing teeth
- synonym:
- bridge ,
- bridgework
7. Μια οδοντοστοιχία αγκυροβολημένη στα δόντια και στις δύο πλευρές των δοντιών που λείπουν
- συνώνυμο:
- γέφυρα ,
- γεφυροπλάστησ
8. The link between two lenses
- Rests on the nose
- synonym:
- bridge ,
- nosepiece
8. Η σύνδεση μεταξύ δύο φακών
- Στηρίζεται στη μύτη
- συνώνυμο:
- γέφυρα ,
- ακουστικό
9. An upper deck where a ship is steered and the captain stands
- synonym:
- bridge ,
- bridge deck
9. Ένα άνω κατάστρωμα όπου ένα πλοίο κατευθύνεται και ο καπετάνιος στέκεται
- συνώνυμο:
- γέφυρα
verb
1. Connect or reduce the distance between
- synonym:
- bridge ,
- bridge over
1. Συνδέστε ή μειώστε την απόσταση μεταξύ
- συνώνυμο:
- γέφυρα ,
- γεφυρώνω
2. Make a bridge across
- "Bridge a river"
- synonym:
- bridge
2. Φτιάξε μια γέφυρα απέναντι
- "Γέφυρα ποτάμι"
- συνώνυμο:
- γέφυρα
3. Cross over on a bridge
- synonym:
- bridge
3. Περνώ πάνω σε μια γέφυρα
- συνώνυμο:
- γέφυρα