Translation meaning & definition of the word "bride" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νύφη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bride
[Νύφη]/braɪd/
noun
1. A woman who has recently been married
- synonym:
- bride
1. Μια γυναίκα που παντρεύτηκε πρόσφατα
- συνώνυμο:
- νύφη
2. Irish abbess
- A patron saint of ireland (453-523)
- synonym:
- Bridget ,
- Saint Bridget ,
- St. Bridget ,
- Brigid ,
- Saint Brigid ,
- St. Brigid ,
- Bride ,
- Saint Bride ,
- St. Bride
2. Ιρλανδή ηγουμένη
- Προστάτης άγιος της ιρλανδίας (453-523)
- συνώνυμο:
- Μπρίτζετ ,
- Άγιος Μπρίτζετ ,
- Άγιος. Μπρίτζετ ,
- Ψυχρός ,
- Άγιος Μπριγίντ ,
- Άγιος. Ψυχρός ,
- Νύφη ,
- Αγία Νύφη ,
- Άγιος. Νύφη
3. A woman participant in her own marriage ceremony
- synonym:
- bride
3. Μια γυναίκα που συμμετέχει στη δική της τελετή γάμου
- συνώνυμο:
- νύφη
Examples of using
Don't tell it to my bride.
Μην το πεις στη νύφη μου.
The bride is American with Polish origins.
Η νύφη είναι Αμερικανίδα με πολωνική καταγωγή.
This bride is covering her face with a veil.
Αυτή η νύφη καλύπτει το πρόσωπό της με ένα πέπλο.