Translation meaning & definition of the word "brick" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τούβλο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Brick
[Μπρικ]/brɪk/
noun
1. Rectangular block of clay baked by the sun or in a kiln
- Used as a building or paving material
- synonym:
- brick
1. Ορθογώνιο μπλοκ από πηλό ψημένο από τον ήλιο ή σε κλίβανο
- Χρησιμοποιημένος ως οικοδομικό ή επίστρωμα υλικό
- συνώνυμο:
- τούβλο
2. A good fellow
- Helpful and trustworthy
- synonym:
- brick
2. Ένας καλός σύντροφος
- Χρήσιμη και αξιόπιστη
- συνώνυμο:
- τούβλο
Examples of using
It makes no difference if you talk to him or not. One might as well talk to a brick wall.
Δεν έχει σημασία αν του μιλήσεις ή όχι. Κάποιος θα μπορούσε επίσης να μιλήσει σε έναν τοίχο από τούβλα.