Translation meaning & definition of the word "bribery" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δωροδοκία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bribery
[Δωροδοκία]/braɪbəri/
noun
1. The practice of offering something (usually money) in order to gain an illicit advantage
- synonym:
- bribery ,
- graft
1. Η πρακτική της προσφοράς κάτι (συνήθως χρηματικά) για να αποκτήσουν ένα παράνομο πλεονέκτημα
- συνώνυμο:
- δωροδοκία ,
- μόσχευμα
Examples of using
The government's anti-corruption tsar resigned yesterday following allegations of bribery.
Ο τσάρος κατά της διαφθοράς της κυβέρνησης παραιτήθηκε χθες μετά από καταγγελίες για δωροδοκία.
Everybody suspected him of bribery.
Όλοι τον υποψιάστηκαν για δωροδοκία.