Translation meaning & definition of the word "bribe" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δωροδοκία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bribe
[Δωροδοκία]/braɪb/
noun
1. Payment made to a person in a position of trust to corrupt his judgment
- synonym:
- bribe ,
- payoff
1. Πληρωμή που έγινε σε πρόσωπο σε θέση εμπιστοσύνης για να διαφθείρει την κρίση του
- συνώνυμο:
- δωροδοκώ ,
- αποπληρωμή
verb
1. Make illegal payments to in exchange for favors or influence
- "This judge can be bought"
- synonym:
- bribe ,
- corrupt ,
- buy ,
- grease one's palms
1. Πραγματοποιήστε παράνομες πληρωμές σε αντάλλαγμα για εύνοιες ή επιρροές
- "Αυτός ο δικαστής μπορεί να αγοραστεί"
- συνώνυμο:
- δωροδοκώ ,
- διαφθαρμένοσ ,
- αγοράζω ,
- λιπάνετε τις παλάμες κάποιου
Examples of using
For a bribe, a traffic policeman agreed not to take away a driver's license.
Για δωροδοκία, ένας τροχαίος αστυνομικός συμφώνησε να μην πάρει άδεια οδήγησης.
She expected him to take the bribe.
Περίμενε να δωροδοκήσει.
Everybody suspected him of taking a bribe.
Όλοι τον υποψιάστηκαν ότι δωροδοκεί.