Translation meaning & definition of the word "brew" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εβραϊκά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Brew
[Μπρουλόβα]/bru/
noun
1. Drink made by steeping and boiling and fermenting rather than distilling
- synonym:
- brew ,
- brewage
1. Ποτό που παρασκευάζεται με απότομη και βρασμό και ζύμωση και όχι απόσταξη
- συνώνυμο:
- παρασκευάζω ,
- ζυθοποιία
verb
1. Prepare by brewing
- "People have been brewing beer for thousands of years"
- synonym:
- brew
1. Προετοιμαστείτε με παρασκευή
- "Οι άνθρωποι παρασκευάζουν μπύρα εδώ και χιλιάδες χρόνια"
- συνώνυμο:
- παρασκευάζω
2. Sit or let sit in boiling water so as to extract the flavor
- "The tea is brewing"
- synonym:
- brew
2. Καθίστε ή αφήστε το να καθίσει σε βραστό νερό, ώστε να εξαχθεί η γεύση
- "Το τσάι παρασκευάζεται"
- συνώνυμο:
- παρασκευάζω
Examples of using
When you travel, you've got to try the local brew.
Όταν ταξιδεύετε, πρέπει να δοκιμάσετε την τοπική παρασκευή.