Translation meaning & definition of the word "breeding" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναπαραγωγή" στην ελληνική γλώσσα
Breeding
[Αναπαραγωγή]noun
1. Elegance by virtue of fineness of manner and expression
- synonym:
- breeding ,
- genteelness ,
- gentility
1. Κομψότητα χάρη στη λεπτότητα του τρόπου και της έκφρασης
- συνώνυμο:
- αναπαραγωγή ,
- ευγένεια
2. The result of good upbringing (especially knowledge of correct social behavior)
- "A woman of breeding and refinement"
- synonym:
- education ,
- training ,
- breeding
2. Το αποτέλεσμα της καλής ανατροφής (ιδιαίτερα γνώση της σωστής κοινωνικής συμπεριφοράς)
- "Μια γυναίκα αναπαραγωγής και φινέτσας"
- συνώνυμο:
- εκπαίδευση ,
- κατάρτιση ,
- αναπαραγωγή
3. Helping someone grow up to be an accepted member of the community
- "They debated whether nature or nurture was more important"
- synonym:
- breeding ,
- bringing up ,
- fostering ,
- fosterage ,
- nurture ,
- raising ,
- rearing ,
- upbringing
3. Βοηθώντας κάποιον να μεγαλώσει για να γίνει αποδεκτό μέλος της κοινότητας
- "Συζήτησαν αν η φύση ή η ανατροφή ήταν πιο σημαντική"
- συνώνυμο:
- αναπαραγωγή ,
- ανατρέφω ,
- προώθηση ,
- ανατροφή ,
- αύξηση ,
- εκτροφή
4. The production of animals or plants by inbreeding or hybridization
- synonym:
- breeding
4. Η παραγωγή ζώων ή φυτών με ενδογαμία ή υβριδοποίηση
- συνώνυμο:
- αναπαραγωγή
5. The sexual activity of conceiving and bearing offspring
- synonym:
- reproduction ,
- procreation ,
- breeding ,
- facts of life
5. Η σεξουαλική δραστηριότητα της σύλληψης και της αποτελεσματικότητας των απογόνων
- συνώνυμο:
- αναπαραγωγή ,
- γεγονότα της ζωής
adjective
1. Producing offspring or set aside especially for producing offspring
- "The breeding population"
- "Retained a few bulls for breeding purposes"
- synonym:
- breeding
1. Παραγωγή απογόνων ή αφήνονται στην άκρη ειδικά για την παραγωγή απογόνων
- "Ο αναπαραγωγικός πληθυσμός"
- "Διατηρήθηκαν μερικοί ταύροι για σκοπούς αναπαραγωγής"
- συνώνυμο:
- αναπαραγωγή