Translation meaning & definition of the word "breathe" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αναπνοή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Breathe
[Αναπνέω]/brið/
verb
1. Draw air into, and expel out of, the lungs
- "I can breathe better when the air is clean"
- "The patient is respiring"
- synonym:
- breathe ,
- take a breath ,
- respire ,
- suspire
1. Τραβήξτε τον αέρα μέσα και αποβάλτε από τους πνεύμονες
- "Μπορώ να αναπνεύσω καλύτερα όταν ο αέρας είναι καθαρός"
- "Ο ασθενής αναπνέει"
- συνώνυμο:
- αναπνέω ,
- πάρε μια ανάσα ,
- αναστατώνω
2. Be alive
- "Every creature that breathes"
- synonym:
- breathe
2. Να είσαι ζωντανός
- "Κάθε πλάσμα που αναπνέει"
- συνώνυμο:
- αναπνέω
3. Impart as if by breathing
- "He breathed new life into the old house"
- synonym:
- breathe
3. Μεταδώστε σαν να αναπνέετε
- "Ανέπνευσε νέα ζωή στο παλιό σπίτι"
- συνώνυμο:
- αναπνέω
4. Allow the passage of air through
- "Our new synthetic fabric breathes and is perfect for summer wear"
- synonym:
- breathe
4. Αφήστε τη διέλευση του αέρα
- "Το νέο μας συνθετικό ύφασμα αναπνέει και είναι ιδανικό για καλοκαιρινή χρήση"
- συνώνυμο:
- αναπνέω
5. Utter or tell
- "Not breathe a word"
- synonym:
- breathe
5. Πείτε ή πείτε
- "Μην αναπνέετε μια λέξη"
- συνώνυμο:
- αναπνέω
6. Manifest or evince
- "She breathes the christian spirit"
- synonym:
- breathe
6. Εκδηλώνεται ή καταδεικνύεται
- "Αναπνέει το χριστιανικό πνεύμα"
- συνώνυμο:
- αναπνέω
7. Take a short break from one's activities in order to relax
- synonym:
- rest ,
- breathe ,
- catch one's breath ,
- take a breather
7. Κάντε ένα σύντομο διάλειμμα από τις δραστηριότητες κάποιου για να χαλαρώσετε
- συνώνυμο:
- ξεκουράζομαι ,
- αναπνέω ,
- πιάσε την ανάσα κάποιου ,
- πάρτε μια ανάσα
8. Reach full flavor by absorbing air and being let to stand after having been uncorked
- "This rare bordeaux must be allowed to breathe for at least 2 hours"
- synonym:
- breathe
8. Φτάστε στη γεμάτη γεύση απορροφώντας τον αέρα και αφήνοντας να σταθεί αφού έχετε αποκτήσει το χοιρινό
- "Αυτό το σπάνιο μπορντό πρέπει να αφεθεί να αναπνεύσει για τουλάχιστον 2 ώρες"
- συνώνυμο:
- αναπνέω
9. Expel (gases or odors)
- synonym:
- emit ,
- breathe ,
- pass off
9. Αποβάλτε (αέρια ή οσμές)
- συνώνυμο:
- εκπέμπω ,
- αναπνέω ,
- περνώ
Examples of using
We can all breathe a little easier now.
Όλοι μπορούμε να αναπνέουμε λίγο πιο εύκολα τώρα.
Don't move. Don't even breathe.
Μην κινείστε. Μην αναπνέετε καν.
Can you breathe?
Μπορείς να αναπνεύσεις?