Translation meaning & definition of the word "breast" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αστέρι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Breast
[Μαστού]/brɛst/
noun
1. The front of the trunk from the neck to the abdomen
- "He beat his breast in anger"
- synonym:
- breast ,
- chest
1. Το μπροστινό μέρος του κορμού από το λαιμό στην κοιλιά
- "Χτύπησε το στήθος του με θυμό"
- συνώνυμο:
- στήθος
2. Either of two soft fleshy milk-secreting glandular organs on the chest of a woman
- synonym:
- breast ,
- bosom ,
- knocker ,
- boob ,
- tit ,
- titty
2. Ένα από τα δύο μαλακά σαρκώδη αδενικά όργανα που αποβάλλουν το γάλα στο στήθος μιας γυναίκας
- συνώνυμο:
- στήθος ,
- βόσομαι ,
- ρόπερ ,
- βουητό ,
- τίτλος ,
- τιτλοφόρα
3. Meat carved from the breast of a fowl
- synonym:
- breast ,
- white meat
3. Κρέας σκαλισμένο από το στήθος ενός πουλιού
- συνώνυμο:
- στήθος ,
- λευκό κρέας
4. The part of an animal's body that corresponds to a person's chest
- synonym:
- breast
4. Το μέρος του σώματος ενός ζώου που αντιστοιχεί στο στήθος ενός ατόμου
- συνώνυμο:
- στήθος
verb
1. Meet at breast level
- "The runner breasted the tape"
- synonym:
- breast
1. Συναντηθείτε στο επίπεδο του μαστού
- "Ο δρομέας θήλασε την ταινία"
- συνώνυμο:
- στήθος
2. Reach the summit (of a mountain)
- "They breasted the mountain"
- "Many mountaineers go up mt. everest but not all summit"
- synonym:
- summit ,
- breast
2. Φτάστε στην κορυφή ( του βουνού)
- "Θηλάζουν το βουνό"
- "Πολλοί ορειβάτες ανεβαίνουν στο όρος έβερεστ, αλλά όχι όλες οι κορυφές"
- συνώνυμο:
- σύνοδος κορυφής ,
- στήθος
3. Confront bodily
- "Breast the storm"
- synonym:
- front ,
- breast
3. Αντιμετωπίστε το σωματικό
- "Μετά την καταιγίδα"
- συνώνυμο:
- μπροστινός ,
- στήθος
Examples of using
Tom made a clean breast of the whole matter.
Ο Τομ έφτιαξε ένα καθαρό στήθος από όλο το θέμα.
She has breast cancer.
Έχει καρκίνο του μαστού.
She pressed the child to her breast.
Έβαλε το παιδί στο στήθος της.