Translation meaning & definition of the word "breaker" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διακόπτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Breaker
[Διακόπτησ]/brekər/
noun
1. A quarry worker who splits off blocks of stone
- synonym:
- breaker ,
- ledgeman
1. Ένας εργάτης λατομείων που χωρίζει μπλοκ από πέτρα
- συνώνυμο:
- διακόπτησ ,
- πρωτοπόρος
2. Waves breaking on the shore
- synonym:
- surf ,
- breaker ,
- breakers
2. Κύματα που σπάνε στην ακτή
- συνώνυμο:
- σέρφινγκ ,
- διακόπτησ ,
- διακόπτεσ
3. A device that trips like a switch and opens the circuit when overloaded
- synonym:
- circuit breaker ,
- breaker
3. Μια συσκευή που ταξιδεύει σαν διακόπτης και ανοίγει το κύκλωμα όταν είναι υπερφορτωμένο
- συνώνυμο:
- διακόπτης κυκλώματος ,
- διακόπτησ