Translation meaning & definition of the word "breadwinner" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψωμί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Breadwinner
[Ψωμί]/brɛdwɪnər/
noun
1. One whose earnings are the primary source of support for their dependents
- synonym:
- breadwinner
1. Εκείνη της οποίας τα κέρδη είναι η κύρια πηγή υποστήριξης για τα εξαρτώμενα πρόσωπα
- συνώνυμο:
- αρτοποιόσ
Examples of using
Tom is the only breadwinner in the family.
Ο Τομ είναι ο μοναδικός νικητής στην οικογένεια.
She's the sole breadwinner for the family.
Είναι η μοναδική νικήτρια για την οικογένεια.