Translation meaning & definition of the word "breadth" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ψωμί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Breadth
[Παρασκευάζω]/brɛdθ/
noun
1. The capacity to understand a broad range of topics
- "A teacher must have a breadth of knowledge of the subject"
- "A man distinguished by the largeness and scope of his views"
- synonym:
- breadth ,
- comprehensiveness ,
- largeness
1. Η ικανότητα να κατανοήσουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων
- "Ένας δάσκαλος πρέπει να έχει ένα εύρος γνώσης του θέματος"
- "Ένας άνθρωπος που διακρίνεται από τη γενναιότητα και το πεδίο των απόψεών του"
- συνώνυμο:
- πλάτος ,
- πληρότητα ,
- ευφυία
2. The extent of something from side to side
- synonym:
- width ,
- breadth
2. Η έκταση του κάτι από τη μία πλευρά στην άλλη
- συνώνυμο:
- πλάτος