Translation meaning & definition of the word "brazil" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βραζιλία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Brazil
[Βραζιλία]/brəzɪl/
noun
1. The largest latin american country and the largest portuguese speaking country in the world
- Located in the central and northeastern part of south america
- World's leading coffee exporter
- synonym:
- Brazil ,
- Federative Republic of Brazil ,
- Brasil
1. Η μεγαλύτερη χώρα της λατινικής αμερικής και η μεγαλύτερη πορτογαλόφωνη χώρα στον κόσμο
- Βρίσκεται στο κεντρικό και βορειοανατολικό τμήμα της νότιας αμερικής
- Ο μεγαλύτερος εξαγωγέας καφέ στον κόσμο
- συνώνυμο:
- Βραζιλία ,
- Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας
2. Three-sided tropical american nut with white oily meat and hard brown shell
- synonym:
- brazil nut ,
- brazil
2. Τρίπλευρο τροπικό αμερικανικό καρύδι με λευκό λιπαρό κρέας και σκληρό καφέ κέλυφος
- συνώνυμο:
- καρύδι Βραζιλίας ,
- βραζιλία