Translation meaning & definition of the word "brazier" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βραζιερότερο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Brazier
[Βραζιλιά]/breziər/
noun
1. Large metal container in which coal or charcoal is burned
- Warms people who must stay outside for long times
- synonym:
- brazier ,
- brasier
1. Μεγάλο μεταλλικό δοχείο στο οποίο καίγεται ο άνθρακας ή ο άνθρακας
- Ζεσταίνει τους ανθρώπους που πρέπει να μείνουν έξω για μεγάλο χρονικό διάστημα
- συνώνυμο:
- παρακινδυνευμένοσ ,
- ανθηρόσ