Translation meaning & definition of the word "bray" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπρέι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bray
[Μπράια]/bre/
noun
1. The cry of an ass
- synonym:
- bray
1. Η κραυγή ενός κώλου
- συνώνυμο:
- μπρι
verb
1. Braying characteristic of donkeys
- synonym:
- hee-haw ,
- bray
1. Χαρακτηριστικό της τρίχας των γαϊδουριών
- συνώνυμο:
- βλέμμα ,
- μπρι
2. Reduce to small pieces or particles by pounding or abrading
- "Grind the spices in a mortar"
- "Mash the garlic"
- synonym:
- grind ,
- mash ,
- crunch ,
- bray ,
- comminute
2. Μειώστε στα μικρά κομμάτια ή τα σωματίδια με το χτύπημα ή την ακτινοβολία
- "Τρίψτε τα μπαχαρικά σε ένα κονίαμα"
- "Πολτοποιήστε το σκόρδο"
- συνώνυμο:
- αλείφω ,
- πολτοποίηση ,
- τραγανίζω ,
- μπρι ,
- ανταγωνίζομαι
3. Laugh loudly and harshly
- synonym:
- bray
3. Γέλα δυνατά και σκληρά
- συνώνυμο:
- μπρι