Translation meaning & definition of the word "brawl" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φιλονικία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Brawl
[Καυγάσ]/brɔl/
noun
1. An uproarious party
- synonym:
- bash ,
- do ,
- brawl
1. Ένα ανατρεπτικό πάρτι
- συνώνυμο:
- μπας ,
- κάνω ,
- φιλονικία
2. A noisy fight in a crowd
- synonym:
- brawl ,
- free-for-all
2. Μια θορυβώδης μάχη σε ένα πλήθος
- συνώνυμο:
- φιλονικία ,
- δωρεάν για όλους
verb
1. To quarrel noisily, angrily or disruptively
- "The bar keeper threw them out, but they continued to wrangle on down the street"
- synonym:
- brawl ,
- wrangle
1. Για να καυγαδίσει θορυβωδώς, θυμωμένος ή αναστατωμένος
- "Ο φύλακας του μπαρ τους πέταξε έξω, αλλά συνέχισαν να στραγγαλίζονται στο δρόμο"
- συνώνυμο:
- φιλονικία ,
- στριφογυρίζω