Translation meaning & definition of the word "brat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπρατ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Brat
[Μπρατ]/bræt/
noun
1. A very troublesome child
- synonym:
- terror ,
- brat ,
- little terror ,
- holy terror
1. Ένα πολύ ενοχλητικό παιδί
- συνώνυμο:
- τρόμος ,
- μπρατ ,
- μικρός τρόμος ,
- ιερός τρόμος
2. A small pork sausage
- synonym:
- bratwurst ,
- brat
2. Ένα μικρό λουκάνικο χοιρινό
- συνώνυμο:
- μπράτβουρστ ,
- μπρατ