Translation meaning & definition of the word "branched" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διακλαδισμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Branched
[Κλαδεύω]/brænʧt/
adjective
1. Resembling a fork
- Divided or separated into two branches
- "The biramous appendages of an arthropod"
- "Long branched hairs on its legson which pollen collects"
- "A forked river"
- "A forked tail"
- "Forked lightning"
- "Horseradish grown in poor soil may develop prongy roots"
- synonym:
- bifurcate ,
- biramous ,
- branched ,
- forked ,
- fork-like ,
- forficate ,
- pronged ,
- prongy
1. Μοιάζει με πιρούνι
- Χωρισμένος ή χωρισμένος σε δύο κλάδους
- "Τα προσαρτήματα ενός αρθρόποδα"
- "Μακριές διακλαδισμένες τρίχες στα πόδια του, στις οποίες συλλέγει η γύρη"
- "Ένα διχαλωτό ποτάμι"
- "Διαστρωμένη ουρά"
- "Ψεύτικη αστραπή"
- "Το χρένο που καλλιεργείται σε φτωχά εδάφη μπορεί να αναπτύξει τις ρίζες του"
- συνώνυμο:
- διακλαδώνω ,
- βιαστικόσ ,
- διακλαδισμένη ,
- διχαλωτό ,
- πιρούνι ,
- αποτρέπω ,
- πατώ ,
- παλαβός
2. Having branches
- synonym:
- branched ,
- branching ,
- ramose ,
- ramous ,
- ramate
2. Έχοντας κλαδιά
- συνώνυμο:
- διακλαδισμένη ,
- διακλάδωση ,
- ραμοειδήσ ,
- ραμώδησ ,
- ραμιδικό