Translation meaning & definition of the word "brag" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καυχηθεί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Brag
[Μπραγκ]/bræg/
noun
1. An instance of boastful talk
- "His brag is worse than his fight"
- "Whenever he won we were exposed to his gasconade"
- synonym:
- brag ,
- bragging ,
- crow ,
- crowing ,
- vaporing ,
- line-shooting ,
- gasconade
1. Μια περίπτωση καυχησιάρας συζήτησης
- "Το καυχημένο του είναι χειρότερο από τον αγώνα του"
- "Όταν κέρδισε, ήμασταν εκτεθειμένοι στην αεριοποίησή του"
- συνώνυμο:
- μπραγκ ,
- παρακινώ ,
- κοράκι ,
- λαλεί ,
- ατμοποίηση ,
- λήψη γραμμών ,
- αεριοφυλάκιο
verb
1. Show off
- synonym:
- boast ,
- tout ,
- swash ,
- shoot a line ,
- brag ,
- gas ,
- blow ,
- bluster ,
- vaunt ,
- gasconade
1. Επιδεικνύω
- συνώνυμο:
- καυχιέται ,
- περιπλανώμαι ,
- πλημμυρίζω ,
- πυροβολώ ,
- μπραγκ ,
- αέριο ,
- χτύπημα ,
- αστραπή ,
- αποτυγχάνω ,
- αεριοφυλάκιο
adjective
1. Exceptionally good
- "A boss hand at carpentry"
- "His brag cornfield"
- synonym:
- boss ,
- brag
1. Εξαιρετικά καλό
- "Ένα χέρι αφεντικό στην ξυλουργική"
- "Το καλαμπόκι του"
- συνώνυμο:
- αφεντικό ,
- μπραγκ
Examples of using
The urge to brag on his recent successes was irresistible.
Η επιθυμία να καυχηθεί για τις πρόσφατες επιτυχίες του ήταν ακαταμάχητη.