Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "bracket" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπράτσο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Bracket

[Μπράκετ]
/brækɪt/

noun

1. A category falling within certain defined limits

    synonym:
  • bracket

1. Μια κατηγορία που εμπίπτει σε ορισμένα καθορισμένα όρια

    συνώνυμο:
  • υποστήριγμα

2. Either of two punctuation marks (`<' or `>') used in computer programming and sometimes used to enclose textual material

    synonym:
  • bracket
  • ,
  • angle bracket

2. Είτε από τα δύο σημεία στίξης (`<' ή `>') χρησιμοποιείται στον προγραμματισμό υπολογιστών και μερικές φορές χρησιμοποιείται για την περίφραξη

    συνώνυμο:
  • υποστήριγμα
  • ,
  • βραχίονας γωνίας

3. Either of two punctuation marks ([ or ]) used to enclose textual material

    synonym:
  • bracket
  • ,
  • square bracket

3. Είτε από δύο σημεία στίξης ([ είτε ]) που χρησιμοποιούνται για την περίφραξη κειμενικού υλικού

    συνώνυμο:
  • υποστήριγμα
  • ,
  • τετράγωνο βραχίονα

4. A support projecting from a wall (as to hold a shelf)

    synonym:
  • bracket
  • ,
  • wall bracket

4. Μια υποστήριξη που προβάλλει από έναν τοίχο (ας για να κρατήσει ένα ράφι)

    συνώνυμο:
  • υποστήριγμα
  • ,
  • βραχίονας τοίχου

verb

1. Support with brackets

  • "Bracket bookshelves"
    synonym:
  • bracket

1. Υποστήριξη με παρένθεση

  • "Βιβλιοθήκες μπράβων"
    συνώνυμο:
  • υποστήριγμα

2. Place into brackets

  • "Please bracket this remark"
    synonym:
  • bracket
  • ,
  • bracket out

2. Τοποθετώ σε παρένθεση

  • "Παρακαλώ υποστηρίξτε αυτή την παρατήρηση"
    συνώνυμο:
  • υποστήριγμα
  • ,
  • βραχίονας έξω

3. Classify or group

    synonym:
  • bracket

3. Ταξινόμηση ή ομάδα

    συνώνυμο:
  • υποστήριγμα