Translation meaning & definition of the word "braced" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "φρενάρει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Braced
[Πέδησε]/brest/
adjective
1. Positioned so as to be ready for confrontation or danger
- "He stood to attention with his shoulders braced"
- synonym:
- braced
1. Τοποθετημένο έτσι ώστε να είναι έτοιμο για αντιπαράθεση ή κίνδυνο
- "Στάθηκε στην προσοχή με τους ώμους του συνδεδεμένους"
- συνώνυμο:
- παρακινούμενοσ
2. Held up by braces or buttresses
- synonym:
- braced ,
- buttressed
2. Κρατημένος από τιράντες ή γλουτούς
- συνώνυμο:
- παρακινούμενοσ ,
- αναβοσβήνει