Translation meaning & definition of the word "bra" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βραβείο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bra
[Μπρα]/brɑ/
noun
1. An undergarment worn by women to support their breasts
- synonym:
- brassiere ,
- bra ,
- bandeau
1. Ένα εσώρουχο που φοριούνται από τις γυναίκες για να υποστηρίξουν το στήθος τους
- συνώνυμο:
- μπρασερί ,
- σουτιέν ,
- μπαντό
Examples of using
Mary wears a sports bra for exercise.
Η Μαίρη φοράει ένα αθλητικό σουτιέν για άσκηση.
Mary is not wearing a bra.
Η Μαίρη δεν φοράει σουτιέν.
Please take off all your clothes except your underpants and bra.
Παρακαλώ βγάλτε όλα τα ρούχα σας εκτός από τα εσώρουχα και το σουτιέν σας.