Translation meaning & definition of the word "boyhood" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παιδί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Boyhood
[Παιδικό]/bɔɪhʊd/
noun
1. The childhood of a boy
- synonym:
- boyhood
1. Η παιδική ηλικία ενός αγοριού
- συνώνυμο:
- παιδική ηλικία
Examples of using
They laughed at the photograph of my boyhood.
Γέλασαν με τη φωτογραφία της παιδικής μου ηλικίας.