Translation meaning & definition of the word "boycott" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μπογιάτ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Boycott
[Μποϊκοτάζ]/bɔɪkɑt/
noun
1. A group's refusal to have commercial dealings with some organization in protest against its policies
- synonym:
- boycott
1. Η άρνηση μιας ομάδας να έχει εμπορικές συναλλαγές με κάποια οργάνωση σε διαμαρτυρία ενάντια στις πολιτικές της
- συνώνυμο:
- μποϊκοτάζ
verb
1. Refuse to sponsor
- Refuse to do business with
- synonym:
- boycott
1. Αρνηθείτε να υποστηρίξετε
- Αρνηθείτε να κάνετε επιχειρήσεις με
- συνώνυμο:
- μποϊκοτάζ
Examples of using
He organized a boycott of the bus service.
Οργάνωσε μποϊκοτάζ της υπηρεσίας λεωφορείων.