Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "boy" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγόρι" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Boy

[Αγόρι]
/bɔɪ/

noun

1. A youthful male person

  • "The baby was a boy"
  • "She made the boy brush his teeth every night"
  • "Most soldiers are only boys in uniform"
    synonym:
  • male child
  • ,
  • boy

1. Ένα νεαρό αρσενικό άτομο

  • "Το μωρό ήταν αγόρι"
  • "Έβαλε το αγόρι να βουρτσίζει τα δόντια του κάθε βράδυ"
  • "Οι περισσότεροι στρατιώτες είναι μόνο αγόρια με στολή"
    συνώνυμο:
  • αρσενικό παιδί
  • ,
  • αγόρι

2. A friendly informal reference to a grown man

  • "He likes to play golf with the boys"
    synonym:
  • boy

2. Μια φιλική άτυπη αναφορά σε έναν ενήλικο άνδρα

  • "Του αρέσει να παίζει γκολφ με τα παιδιά"
    συνώνυμο:
  • αγόρι

3. A male human offspring

  • "Their son became a famous judge"
  • "His boy is taller than he is"
    synonym:
  • son
  • ,
  • boy

3. Ένας αρσενικός ανθρώπινος απόγονος

  • "Ο γιος τους έγινε διάσημος δικαστής"
  • "Το αγόρι του είναι πιο ψηλό από ό, τι είναι"
    συνώνυμο:
  • γιος
  • ,
  • αγόρι

4. (ethnic slur) offensive and disparaging term for black man

  • "Get out of my way, boy"
    synonym:
  • boy

4. (εθνικός προσβλητικός και υποτιμητικός όρος για τον μαύρο άνθρωπο

  • "Φύγε από το δρόμο μου, αγόρι μου"
    συνώνυμο:
  • αγόρι

Examples of using

The boy is not tall.
Το παιδί δεν είναι ψηλό.
His mother discreetly kept an eye on the boy.
Η μητέρα του παρακολουθούσε διακριτικά το αγόρι.
Hell no, boy! That's not how you say 'spaghetti'! Take him away!
Κόλαση όχι, αγόρι! Δεν είναι αυτός ο τρόπος που λέτε μακαρόνια'! Πάρτε τον μακριά!