Translation meaning & definition of the word "box" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουτί" στην ελληνική γλώσσα
Box
[Κουτί]noun
1. A (usually rectangular) container
- May have a lid
- "He rummaged through a box of spare parts"
- synonym:
- box
1. Ένα (συνήθως ορθογώνιο ) δοχείο
- Μπορεί να έχει καπάκι
- "Περνούσε μέσα από ένα κουτί ανταλλακτικών"
- συνώνυμο:
- κουτί
2. Private area in a theater or grandstand where a small group can watch the performance
- "The royal box was empty"
- synonym:
- box ,
- loge
2. Ιδιωτικός χώρος σε θέατρο ή κερκίδα όπου μια μικρή ομάδα μπορεί να παρακολουθήσει την παράσταση
- "Το βασιλικό κουτί ήταν άδειο"
- συνώνυμο:
- κουτί ,
- λαγκ
3. The quantity contained in a box
- "He gave her a box of chocolates"
- synonym:
- box ,
- boxful
3. Η ποσότητα που περιέχεται σε ένα κουτί
- "Της έδωσε ένα κουτί σοκολατάκια"
- συνώνυμο:
- κουτί
4. A predicament from which a skillful or graceful escape is impossible
- "His lying got him into a tight corner"
- synonym:
- corner ,
- box
4. Μια κατάσταση από την οποία μια επιδέξια ή χαριτωμένη απόδραση είναι αδύνατη
- "Το ψέμα τον έβαλε σε μια σφιχτή γωνιά"
- συνώνυμο:
- γωνία ,
- κουτί
5. A rectangular drawing
- "The flowchart contained many boxes"
- synonym:
- box
5. Ένα ορθογώνιο σχέδιο
- "Το διάγραμμα ροής περιείχε πολλά κουτιά"
- συνώνυμο:
- κουτί
6. Evergreen shrubs or small trees
- synonym:
- box ,
- boxwood
6. Αειθαλείς θάμνοι ή μικρά δέντρα
- συνώνυμο:
- κουτί ,
- πυγμάχοσ
7. Any one of several designated areas on a ball field where the batter or catcher or coaches are positioned
- "The umpire warned the batter to stay in the batter's box"
- synonym:
- box
7. Οποιαδήποτε από τις πολλές καθορισμένες περιοχές σε ένα πεδίο σφαιρών όπου το κτύπημα ή το συλλέκτη ή οι προπονητές είναι τοποθετημένοι
- "Ο διαιτητής προειδοποίησε το κτύπημα να μείνει στο κουτί του κτυπήματος"
- συνώνυμο:
- κουτί
8. The driver's seat on a coach
- "An armed guard sat in the box with the driver"
- synonym:
- box ,
- box seat
8. Η θέση του οδηγού σε έναν προπονητή
- "Ένας ένοπλος φύλακας καθόταν στο κουτί με τον οδηγό"
- συνώνυμο:
- κουτί ,
- κάθισμα κιβωτίου
9. Separate partitioned area in a public place for a few people
- "The sentry stayed in his box to avoid the cold"
- synonym:
- box
9. Ξεχωριστή κατανεμημένη περιοχή σε δημόσιο χώρο για λίγα άτομα
- "Ο ιερέας έμεινε στο κουτί του για να αποφύγει το κρύο"
- συνώνυμο:
- κουτί
10. A blow with the hand (usually on the ear)
- "I gave him a good box on the ear"
- synonym:
- box
10. Ένα χτύπημα με το χέρι (συνήθως στο αυτί)
- "Του έδωσα ένα καλό κουτί στο αυτί"
- συνώνυμο:
- κουτί
verb
1. Put into a box
- "Box the gift, please"
- synonym:
- box ,
- package
1. Βάλτε σε ένα κουτί
- "Κουτιά το δώρο, παρακαλώ"
- συνώνυμο:
- κουτί ,
- πακέτο
2. Hit with the fist
- "I'll box your ears!"
- synonym:
- box
2. Χτυπώ με τη γροθιά
- "Θα κουτί σου αυτιά!"
- συνώνυμο:
- κουτί
3. Engage in a boxing match
- synonym:
- box
3. Συμμετέχετε σε έναν αγώνα πυγμαχίας
- συνώνυμο:
- κουτί