Translation meaning & definition of the word "bowler" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγκώνας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bowler
[Μπόουλερ]/boʊlər/
noun
1. A cricketer who delivers the ball to the batsman in cricket
- synonym:
- bowler
1. Ένας γρύλος που παραδίδει την μπάλα στον μπάτσμαν στο κρίκετ
- συνώνυμο:
- μπόουλερ
2. A player who rolls balls down an alley at pins
- synonym:
- bowler
2. Ένας παίκτης που κυλά μπάλες κάτω από ένα σοκάκι στις καρφίτσες
- συνώνυμο:
- μπόουλερ
3. A felt hat that is round and hard with a narrow brim
- synonym:
- bowler hat ,
- bowler ,
- derby hat ,
- derby ,
- plug hat
3. Ένα καπέλο που είναι στρογγυλό και σκληρό με ένα στενό χείλος
- συνώνυμο:
- καπέλο μπόουλινγκ ,
- μπόουλερ ,
- ντέρμπι καπέλο ,
- ντέρμπι ,
- βύσμα καπέλου