Translation meaning & definition of the word "bowl" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μπούλα" στην ελληνική γλώσσα
Bowl
[Μπόουλινγκ]noun
1. A round vessel that is open at the top
- Used chiefly for holding food or liquids
- synonym:
- bowl
1. Ένα στρογγυλό σκάφος που είναι ανοιχτό στην κορυφή
- Χρησιμοποιείται κυρίως για την εκμετάλλευση τροφίμων ή υγρών
- συνώνυμο:
- μπολ
2. A concave shape with an open top
- synonym:
- bowl ,
- trough
2. Κοίλο σχήμα με ανοιχτή κορυφή
- συνώνυμο:
- μπολ ,
- τουρμπίνα
3. A dish that is round and open at the top for serving foods
- synonym:
- bowl
3. Ένα πιάτο που είναι στρογγυλό και ανοιχτό στην κορυφή για το σερβίρισμα τροφίμων
- συνώνυμο:
- μπολ
4. The quantity contained in a bowl
- synonym:
- bowl ,
- bowlful
4. Η ποσότητα που περιέχεται σε ένα μπολ
- συνώνυμο:
- μπολ ,
- πολυέλαιος
5. A large structure for open-air sports or entertainments
- synonym:
- stadium ,
- bowl ,
- arena ,
- sports stadium
5. Μια μεγάλη δομή για υπαίθρια αθλήματα ή ψυχαγωγία
- συνώνυμο:
- στάδιο ,
- μπολ ,
- αρένα ,
- αθλητικό στάδιο
6. A large ball with finger holes used in the sport of bowling
- synonym:
- bowling ball ,
- bowl
6. Μια μεγάλη μπάλα με τρύπες δάχτυλων που χρησιμοποιούνται στο άθλημα του μπόουλινγκ
- συνώνυμο:
- μπάλα μπόουλινγκ ,
- μπολ
7. A wooden ball (with flattened sides so that it rolls on a curved course) used in the game of lawn bowling
- synonym:
- bowl
7. Μια ξύλινη σφαίρα ( με πεπλατυσμένες πλευρές έτσι ώστε να κυλά σε μια καμπύλη πορεία) που χρησιμοποιείται στο παιχνίδι του μπόουλινγκ
- συνώνυμο:
- μπολ
8. A small round container that is open at the top for holding tobacco
- synonym:
- bowl ,
- pipe bowl
8. Ένα μικρό στρογγυλό δοχείο που είναι ανοιχτό στην κορυφή για τη συγκράτηση του καπνού
- συνώνυμο:
- μπολ ,
- κύπελλο σωλήνων
9. The act of rolling something (as the ball in bowling)
- synonym:
- roll ,
- bowl
9. Η πράξη του κυλίσματος κάτι (ας η μπάλα στο μπόουλινγκραντ
- συνώνυμο:
- ρολό ,
- μπολ
verb
1. Roll (a ball)
- synonym:
- bowl
1. Ρολό (α μπαλ)
- συνώνυμο:
- μπολ
2. Hurl a cricket ball from one end of the pitch towards the batsman at the other end
- synonym:
- bowl
2. Ρίξτε μια μπάλα κρίκετ από το ένα άκρο του γηπέδου προς τον νυχτερινό στο άλλο άκρο
- συνώνυμο:
- μπολ
3. Engage in the sport of bowling
- "My parents like to bowl on friday nights"
- synonym:
- bowl
3. Ασχοληθείτε με το άθλημα του μπόουλινγκ
- "Οι γονείς μου θέλουν να γυαλίζουν τα βράδια της παρασκευής"
- συνώνυμο:
- μπολ