Translation meaning & definition of the word "bower" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "δυνατός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bower
[Μπάουερ]/baʊər/
noun
1. A framework that supports climbing plants
- "The arbor provided a shady resting place in the park"
- synonym:
- arbor ,
- arbour ,
- bower ,
- pergola
1. Ένα πλαίσιο που υποστηρίζει τα αναρριχητικά φυτά
- "Το λιμάνι παρείχε ένα σκιερό μέρος ανάπαυσης στο πάρκο"
- συνώνυμο:
- αρμπέρ ,
- αεροδρόμιο ,
- παραφυάδα ,
- πέργκολα
verb
1. Enclose in a bower
- synonym:
- embower ,
- bower
1. Περικλείεται σε ένα ντους
- συνώνυμο:
- ενσωματώνω ,
- παραφυάδα