Translation meaning & definition of the word "bowed" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "δεμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bowed
[Δεν]/baʊd/
adjective
1. Of a stringed instrument
- Sounded by stroking with a bow
- synonym:
- bowed
1. Από ένα έγχορδο όργανο
- Ακουγόταν χαϊδεύοντας με ένα τόξο
- συνώνυμο:
- υποκλίθηκε
2. Forming or resembling an arch
- "An arched ceiling"
- synonym:
- arced ,
- arched ,
- arching ,
- arciform ,
- arcuate ,
- bowed
2. Σχηματισμός ή παρόμοια με μια αψίδα
- "Τοξωτή οροφή"
- συνώνυμο:
- τοξωτόσ ,
- τοξωτά ,
- αρχειοθέτηση ,
- τοξοειδήσ ,
- υποκλίθηκε
3. Have legs that curve outward at the knees
- synonym:
- bandy ,
- bandy-legged ,
- bowed ,
- bowleg ,
- bowlegged
3. Έχετε πόδια που καμπυλώνουν προς τα έξω στα γόνατα
- συνώνυμο:
- λασπώδησ ,
- περιπλανώμενοσ ,
- υποκλίθηκε ,
- μπόουλινγκ
4. Showing an excessively deferential manner
- synonym:
- bowed ,
- bowing
4. Εμφάνιση ενός υπερβολικά αντιπροσωπευτικού τρόπου
- συνώνυμο:
- υποκλίθηκε ,
- υποκλίνοντασ
Examples of using
Tom bowed respectfully to the old lady.
Ο Τομ υποκλίθηκε με σεβασμό στην γριά.
I bowed politely.
Υποκλίθηκα ευγενικά.
She bowed to me politely.
Με υποκλίθηκε ευγενικά.