Translation meaning & definition of the word "bout" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Bout
[Μπουφά]/baʊt/
noun
1. (sports) a division during which one team is on the offensive
- synonym:
- turn ,
- bout ,
- round
1. (αθλητικό) μια διαίρεση κατά την οποία μια ομάδα είναι στην επίθεση
- συνώνυμο:
- στρέφω ,
- περίοδος ,
- γύρος
2. A period of illness
- "A bout of fever"
- "A bout of depression"
- synonym:
- bout
2. Μια περίοδος ασθένειας
- "Μια περίοδος πυρετού"
- "Μια περίοδος κατάθλιψης"
- συνώνυμο:
- περίοδος
3. A contest or fight (especially between boxers or wrestlers)
- synonym:
- bout
3. Ένας διαγωνισμός ή αγώνας (ειδικά μεταξύ μπόξερ ή παλαιστών)
- συνώνυμο:
- περίοδος
4. An occasion for excessive eating or drinking
- "They went on a bust that lasted three days"
- synonym:
- bust ,
- tear ,
- binge ,
- bout
4. Μια ευκαιρία για υπερβολικό φαγητό ή ποτό
- "Πήγαν σε μια προτομή που διήρκεσε τρεις ημέρες"
- συνώνυμο:
- προβληματισμόσ ,
- σχίζω ,
- μπίνγκε ,
- περίοδος